πατρολῴας

πατρολῴας
πατρολῴας, ου, ὁ (also πατραλῴας; Aristoph., Pla. et al.; Jos., Ant. 16, 356. On the formation of the word see s.v. μητρολῴας) one who kills his father, a patricide (w. μητρολῴας) 1 Ti 1:9 (M. Ant. 6, 34 in a list of the grossest sins).—DELG s.v. ἀλωή. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατρολώας — ὁ, Α βλ. πατραλοίας …   Dictionary of Greek

  • πατραλοίας — και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α ο φονέας τού πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. τού ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”